Τρίτη 9 Αυγούστου 2011

Εμφανίσεις και Θαύματα της Παναγίας μας


Σε αυτή την ανάρτηση θα ωφεληθούμε πνευματικά αφού θα αναφέρουμε Εμφανίσεις και Θαύματα της Παναγίας μας, όπως αυτά καταγράφονται στο ομότιτλο βιβλίο των εκδόσεων της Ιεράς Μονής Παρακλήτου Ωρωπού Αττικής.

Είθε η Παναγία Μητέρα μας να σκέπει κάθε πιστό χριστιανό που προστρέχει στην αγκαλιά της και ζητά την προς Κύριον μεσιτεία της αλλά και την πολύτιμη βοήθειά της.



Ο βλάσφημος ψαράς


Πίσω Λιβάδι της Πάρου, προπαραμονή Δεκαπενταύγουστου 1931, βρίσκονταν τρεις ομάδες ψαράδων, που ψάρευαν τις νύχτες με τα γρι - γρι στο στενό μεταξύ Πάρου και Νάξου.

Εκείνη τη νύχτα η μία ομάδα έμεινε στο μικρό λιμάνι. Οι ψαράδες το έριξαν στο πιοτό, το πιοτό έφερε το κέφι, κι εκείνο παρεξηγήσεις και βαρείες κουβέντες. Ούτε την Παναγία δεν σεβάστηκαν οι βλάσφημοι. Του κάκου προσπαθούσαν ο λιμενοφύλακας και ο μαγαζάτορας του μικρού λιμανιού να τους συγκρατήσουν.

Απότομα ο ουρανός βάρυνε. Η θάλασσα άρχισε να μουγκρίζει. Σε μισή ώρα το κύμα σηκώθηκε βουνό, παρασύροντας το ψαροκάικο και τις βάρκες με τις λάμπες, μέχρι που τις πέταξε σπασμένες στη στεριά. Κατόπιν η θάλασσα γαλήνεψε, κι ένα καΐκι από τη Νάξο φάνηκε να μπαίνει στο λιμανάκι. Ο καπετάνιος του απόρησε βλέποντας τα συντρίμμια στη στεριά.

- Πώς έγινε αυτό; ρώτησε. Εγώ ταξίδευα με θάλασσα γυαλί!

- Ήταν θαύμα της Παναγίας, εξήγησε ένας από τους ψαράδες του γρί - γρί.
Οι περισσότεροι συμφώνησαν. Δυο - τρεις όμως μίλησαν ειρωνικά κι έδωσαν άλλη εξήγηση:

- Ήταν ανεμοστρόβιλος. Καλά που δεν μας σήκωσε στον ουρανό τις βάρκες.

Ένας μάλιστα, ο Γρηγόρης Λιάκουρας, πρόσθεσε:

- Άντε μωρέ, που ήταν θαύμα! Όρεξη δεν είχε η Παναγιά - να μην τη στολίσω και τώρα - να καταπιάνεται με μας τους ψαράδες.

Αυτά είπε και πήγε να δει τη ζημιά που είχε πάθει η δική του ψαρόβαρκα. Τη βρήκε σμπαραλιασμένη. Έφτυσε τότε έξαλλος πάνω στα συντρίμμια, βλαστήμησε πάλι την Παναγία και αποσύρθηκε να κοιμηθεί.

Μόλις ξάπλωσε, είδε ολοζώντανη την Παναγία, - σαν σε όνειρο, σαν σε ξύπνιο - να τον πλησιάζει και να τον ερωτά:

- Γιατί, παιδί μου, δεν με σέβεσαι;

- Τι είν' αυτά που μου λες, κυρά μου; θύμωσε εκείνος. Δεν σε ξέρω καθόλου. Πότε δεν σε σεβάστηκα;

- Δεν με ξέρεις; Τότε γιατί όλο με βλαστημάς;

Στα λόγια αυτά τινάχτηκε όρθιος. Έκανε να φωνάξει, να τρέξει, αλλά δεν μπορούσε. Τα πόδια του είχαν βυθιστεί ως τα γόνατα στην άμμο. Έκανε τον σταυρό του. Και τότε είδε πάλι, ξεκάθαρα πια, την Παναγία και την άκουσε να του λέει:

- Έλα στο σπίτι μου, στην Εκατονταπυλιανή, στην Παροικία της Πάρου. Έλα εκεί να με προσκυνήσεις.

Ο Λιάκουρας έφυγε την ίδια στιγμή σχεδόν τρέχοντας. Έφθασε στην Εκατονταπυλιανή λίγο μετά την ανατολή του ηλίου. Έτρεξε γρήγορα στο εικόνισμα της Θεοτόκου. Στη θεία της μορφή αναγνώρισε τη γυναίκα του οράματος του. Γονάτισε και προσευχήθηκε ώρες ολόκληρες. Ύστερα γύρισε στο Πίσω Λιβάδι. Εκεί διαπίστωσε ένα καινούργιο θαύμα: Οι βάρκες και το ψαροκάικο έστεκαν στη στεριά χωρίς καμιά ζημιά!


Τα φίδια της Κεφαλονιάς

Στη νότια Κεφαλονιά, κοντά στο χωριό Μαρκόπουλο, συναντάμε την εκκλησία της Κοιμήσεως. Εκεί κάθε Δεκαπενταύγουστο συμβαίνει κάτι περίεργο και θαυμαστό. Από την εορτή της Μεταμορφώσεως εμφανίζονται μέσα κι έξω από τον ναό φίδια. Είναι τα λεγόμενα «φίδια της Παναγίας».

Όσο περνούν οι μέρες πληθαίνουν κι αυτά, και την παραμονή της Κοιμήσεως αυξάνονται υπερβολικά. Βλέπεις Μαρκοπουλιώτες να γυρίζουν στη ρεματιά, στην όχθη της οποίας είναι χτισμένη η εκκλησία, για να μαζέψουν φίδια να τα φέρουν στην Παναγία. Από που βγαίνουν, αλλά και που κρύβονται μετά την εορτή, κανείς δεν γνωρίζει. Παραμένει ένα μυστήριο.

Την ώρα του εσπερινού κυκλοφορούν ελεύθερα ανάμεσα στους πιστούς, στα προσκυνητάρια και στα στασίδια, χωρίς να φοβούνται κανένα.

- Θ' ανεβαίνουν στον κόρφο σας, λένε οι χωρικοί για να προετοιμάσουν τους ξένους, και με τη χάρη τση Παναγίας δεν θα σας πειράζουνε. Θα τα βαστάτε στο χέρι σας και θα σας γλύφουνε σα γατσούλια. Το γεγονός αυτό τονίζει το ακόλουθο τοπικό δίστιχο: «Τα φίδια απ' το Μαρκόπουλο καλαίνω να με φάνε, μα κείνα είναι τση Παναγιάς και με χαϊδολογάνε».

Πραγματικά, βλέπει κανείς απίστευτα πράγματα: "Άλλα φίδια τυλιγμένα σαν βραχιόλια στα μπράτσα των πιστών. "Άλλα ανεβασμένα στην εικόνα της Παναγίας η στον Εσταυρωμένο, και άλλα στους άρτους της αρτοκλασίας. Μπορεί επίσης ένα φίδι ν' ανεβεί στο ευαγγέλιο, που διαβάζει ο παπάς την ώρα της Θείας Λειτουργίας. Πανηγυρίζουν κι αυτά σαν εκπρόσωποι του ζωικού βασιλείου μαζί με τους χριστιανούς. Και δίνουν στην εορτή ένα τόνο εδεμικό, αφού στην Εδέμ οι πρωτόπλαστοι ζούσαν αδελφωμένοι με τα ζώα.

Φεύγοντας η 15η Αυγούστου, αναχωρούν και τα φίδια. Γερμανοί φυσιοδίφες τα εξέτασαν, αλλά δεν μπόρεσαν να τα κατατάξουν σε κανένα από τα γνωστά είδη. Είναι γκρίζα, λεπτά, και δεν περνούν το μέτρο. Όταν τα χαϊδεύεις, νοιώθεις το δέρμα τους βελούδινο και βλέπεις δυο ματάκια σπινθηροβόλα. Στο πλατύ τους κεφάλι σχηματίζεται ένας μικρός σταυρός, καθώς επίσης και στην άκρη της λεπτής γλώσσας τους.

Αν κάποια χρονιά τα φίδια δεν παρουσιασθούν, είναι κακό σημάδι. Αυτό συνέβη το 1940, καθώς και το 1953, οπότε δοκιμάσθηκε το νησί από τους σεισμούς.


Το απόστημα του σχολάρχη

O Ευγένιος Βούλγαρις διετέλεσε διευθυντής στην Αθωνιάδα Σχολή το δεύτερο ήμισυ του 18ου αι. Στην Ιερά Μονή Διονυσίου ο σοφός αυτός άνδρας δοκίμασε τη θαυματουργική δύναμη της Παναγίας του Ακάθιστου, η οποία τον θεράπευσε από ένα οδυνηρό απόστημα.

«Θα διηγηθώ, σημειώνει ο ίδιος, το θαύμα που έκανε σε μένα η Παναγία, για να της αποδώσω έτσι την ευγνωμοσύνη που της οφείλω. Δεν το γράφω για να υπερηφανευθώ ότι δέχτηκα τάχα θεία επίσκεψη, κι ούτε με πειράζει, αν θα με χαρακτηρίσουν ανόητο για τη διήγηση.

Το 1758, λοιπόν, ήμουν σχολάρχης στην Αθωνιάδα. "Όταν ήρθε η άνοιξη, παρουσιάστηκε στο βάθος της αριστερής μου μασχάλης ένα επικίνδυνο απόστημα. Με ταλαιπωρούσε ένας ελαφρός πυρετός κι ένοιωθα εξάντληση. Το απόστημα διαρκώς μεγάλωνε και σκλήραινε. Όλο το κοίλωμα της μασχάλης και ο αριστερός μαστός είχαν σκληρύνει σαν την πέτρα.

Πονούσα φοβερά. Δεν μπορούσα όχι μόνο να σταθώ, μα ούτε να καθίσω, να ξαπλώσω, να κοιμηθώ η να αναπνεύσω ελεύθερα. Ένοιωθα απογοήτευση και προτιμούσα τον θάνατο από τη φοβερή εκείνη ταλαιπωρία.

Μερικοί φίλοι με συμβούλευαν να νοσηλευθώ σε νοσοκομείο της Χίου, της Σμύρνης ή της Θεσσαλονίκης. Κάθε όμως μετακίνηση ήταν δύσκολη και επικίνδυνη.

Πάνω στην απελπισία μου μαθαίνω ότι κάποιος διονυσιάτης μοναχός Νικηφόρος είναι ειδικός στο να χειρουργεί αποστήματα. Παίρνω την απόφαση να τον επισκεφθώ. Με βάλανε με πολύ κόπο σε μία μικρή βάρκα, κι αφού κάναμε τον περίπλου του "Άθωνα φθάσαμε στη Μονή Διονυσίου.

Ο π. Νικηφόρος εξέτασε προσεκτικά το απόστημα και μου είπε:

- Έχε θάρρος. Τη θεραπεία όμως να την περιμένεις από τον Τίμιο Πρόδρομο, τον προστάτη της Μονής. Εγώ μόνο σαν βοηθός του θα σου χρησιμεύσω.
Συγχρόνως έβαλε στο πονεμένο μέρος μαλακτικά, για να μαλακώσουν τη σκληρότητά του. Μέσα μου φούντωσε η ελπίδα ότι με τη δύναμη του Τιμίου Προδρομου θα με θεράπευε.

Ο π. Νικηφόρος μου έβαζε χίλια δυο καταπλάσματα. Και τι δεν επινοούσε! Χόρτα, ρίζες, φύλλα, φρούτα, ξύγκια, σαλιάγκια, πυρακτωμένους πλίθους, λάδια διάφορα. Το απόστημα όμως ούτε υποχωρούσε ούτε μαλάκωνε. Αντίθετα, χειροτέρευε.
Τότε ο γέροντας αποφάσισε να με χειρουργήσει. "Ήθελε να χτυπήσει το κακό στη ρίζα, η οποία, καθώς έλεγε, ήταν μεγάλη σαν ρεβίθι. θα βύθιζε λοιπόν στο βάθος το μαχαίρι και, βγάζοντας τη ρίζα που ήταν η αρχή του κακού, σύντομα θα εξαφανιζόταν και όλο το απόστημα.

Εγώ όμως φοβήθηκα την τόλμη του χειρούργου. Απόστημα που δεν είχε ωριμάσει δεν έπρεπε και να χειρουργηθεί. Γι' αυτό αρνήθηκα την επέμβαση. Έτσι ο π. Νικηφόρος απελπίστηκε για τη θεραπεία μου, ενώ εγώ για τη ζωή μου.

Απογοητευμένος τελείως από την ανθρώπινη βοήθεια, στράφηκα προς τη Μητέρα της ευσπλαχνίας, και την ικέτευα επίμονα με δάκρυα να μου γίνει ιατρός και θεραπευτής.

- «Βλέψον ίλεω ομματι σου και επίσκεψαι την κάκωσιν ην έχω», θρηνούσα με χαμηλη φωνη.

Ύστερα γυρίζω στους παρόντες και τους λέω:

- Πηγαίνετε με στο παρεκκλήσι της Θεοτόκου του Ακάθιστου, και αφήστε με μπροστά στη θαυματουργή εικόνα της.

Πράγματι, με πήγαν εκεί σηκωτό. Κι ενώ ο παπάς έψαλλε για χάρη μου τη μεγάλη Παράκληση, εγώ διαρκώς έκλαιγα. Τέλος έπεσα μπροστά στην εικόνα της Παναγίας, κι αφού έβρεξα το έδαφος με τα δάκρυα μου, ικέτευσα θερμά και είπα:

- Μη μ' αφήσεις, Μητέρα, να χαθώ. Σταμάτησε τη συμφορά μου. «Πάντα γαρ δύνασαι ως μητηρ ούσα του τα πάντα ισχύοντος Θεού».

Αυτό ήταν! Αμέσως ένοιωσα μέσα μου δύναμη, σηκώθηκα και βγήκα χαρούμενος από το παρεκκλήσι. Με τη βοήθεια ενός αδελφού και του μπαστουνιού μου ανέβηκα στο κελί μου και κοιμήθηκα επί τέλους όλη τη νύχτα - εγώ, που πέρασα τόσες νύχτες άυπνος από τους πόνους.

Το πρωί ήμουν ήρεμος. Το απόστημα σε λίγο μαράθηκε και εξαφανίστηκε.
Από τότε αισθάνομαι οφειλέτης στη Θεομήτορα και κηρύττω παντού το θαύμα της».


Ένα θαύμα στο μικροσκόπιο

Ένα πρωτοφανές θαύμα της Θεοτόκου αναστάτωσε τον θρησκευτικό κόσμο στη Γαλλία: Ο Μπασάμ Ασσάφ είναι υπηρέτης ενός ορθόδοξου Σύρου στο Παρίσι, του Μιχαηλ Μερέζ.

Στις 12 Αυγούστου 1988 ο Μερέζ απουσίαζε και τηλεφώνησε στον Ασσάφ να κάνει τις απαραίτητες προετοιμασίες για την εορτή της Κοιμήσεως. Ο πλούσιος επιχειρηματίας έχει μέσα στο σπίτι του ένα μικρό εκκλησάκι. Μέσα σ' αυτό ο πιστός υπηρέτης έκαψε θυμίαμα, άναψε ακοίμητη κανδήλα και πρόσφερε άνθη στη Θεοτόκο, της οποίας υπάρχουν εκεί πολλές εικόνες.

Ύστερα προσευχήθηκε στην Παναγία για την οικογένεια του που μένει στη Συρία, και νια τον κύριο του που τον αγαπά σαν πατέρα.

Την ώρα εκείνη ακριβώς εμφανίζεται στον υπηρέτη η Θεοτόκος και του λέει:

- Σε προστατεύω. Είμαι μαζί σου. Πάρε αυτό το δώρο!

Την ίδια στιγμη ο Ασσάφ ένοιωσε να γεμίζουν τα χέρια του μ' ένα υγρό, που είχε τη σύσταση και την οσμή πολύ καθαρού ελαιολαδου.

Όταν επέστρεψε ο Μερέζ στο Παρίσι, πληροφορήθηκε το γεγονός, αλλά προτίμησε να το κρατήσει μυστικό. Το θαύμα όμως επαναλήφθηκε, και το θαυματουργό έλαιο έκανε διάφορες θεραπείες σε Σύρους και Λιβανέζους. Τότε ο Μερέζ έδωσε συνέντευξη τύπου, παρουσία του Μητροπολίτου Γαλλίας Ιερεμία και του εκπροσώπου του πατριαρχείου Αντιοχείας στη Γαλλία επισκόπου Γαβριήλ.

Το θαυμαστό σημείο δεν παύει να επαναλαμβάνεται. Κι όχι μόνο στο εκκλησάκι του Μερέζ, αλλά και αλλού, όταν ο Ασσάφ προσεύχεται η συμμετέχει στη Θεία Λειτουργία ή απλώς μνημονεύει το όνομα του Ιησού και της Παναγίας. Στις 17 Σεπτεμβρίου 1988, την ώρα της θείας λειτουργίας στον ελληνικό ναό του Αγίου Στεφάνου της οδού Ζώρζ Μπιζέ, το έλαιο ανάβλυζε επί μία ώρα και το διαπίστωσαν ολοι οί πιστοί.

Ο Ασσάφ είναι τριάντα χρονών, πολύ απλός και με καθαρή καρδιά. Παραμένει σε μεγάλη ταπείνωση και απλότητα, και λέει πώς κάθε φορά που συμβαίνει το θαύμα γεμίζει από ανείπωτη χαρά. Πιστεύει μάλιστα ότι η ευλογία αυτή του Θεού ανήκει σε όλους. Στη συνέχεια ανέλαβε η επιστήμη να ερευνήσει την αλήθεια του θαύματος.

Ορίστηκε μία επιτροπή, της οποίας τα μέλη παρακολούθησαν το φαινόμενο τρεις φορές, κατά τις οποίες συγκέντρωναν το εκκρινόμενο έλαιο και το υπέβαλλαν σε βιοχημικές αναλύσεις.

Οι εξετάσεις αυτές έγιναν στο Εργαστήριο Βιοχημείας των Λιπιδίων του Νοσοκομείου Πιτιέ - Σαλπετριέρ στο Παρίσι, από τον καθηγητή Ζ. Λ. ντε Ζέν. Τα πορίσματα της επιτροπής παρουσίασε στη δημοσιότητα ο μητροπολίτης Ιερεμίας.

Σύμφωνα με αυτά, το υγρό παρουσιάζει τη χαρακτηριστική σύσταση ενός φυτικού ελαίου. Περιέχει στοιχεία λιπιδικά, ιδιαιτέρως φυτοστερόλες, οι οποίες δεν υπάρχουν στο αίμα. Επιπλέον είναι αδύνατον να συντεθούν από τον ανθρώπινο οργανισμό. Το υγρό επίσης περιέχει χοληστερίνη, ένα συστατικό ζωικής προελεύσεως, το οποίο ουδέποτε συναντάται σε οποιοδήποτε ελαιόλαδο. Υπογραμμίζοντας το τελευταίο αυτό σημείο, η επιτροπή συμπεραίνει ότι υπ' αυτές τις συνθήκες «το υγρό δεν μπορεί να προέρχεται από κάποια εξωτερική παροχή ελαιολάδου». Βεβαιώνει επίσης την αναμφισβήτητη βελτίωση της υγείας δύο ατόμων που χρίσθηκαν με το εκκρινόμενο έλαιο από τα χέρια του Μπασάμ Ασσάφ.

Και η αναφορά της επιτροπής καταλήγει ως εξής: «Το γεγονός αυτό δεν επιδέχεται καμιά φυσική ή λογική εξήγηση. Εντάσσεται μάλλον στο πλήθος των θαυμάτων της Παναγίας μας, που γνώρισε η ιστορία της Εκκλησίας».


Στον πόλεμο του '40

Στο μέτωπο, σ' όλη τη γραμμή, από τη γαλανή θάλασσα του Ιονίου μέχρι ψηλά τις παγωμένες Πρέσπες, ο ελληνικός στρατός άρχιζε να βλέπει παντού το ίδιο όραμα:

Έβλεπε τις νύχτες μια γυναικεία μορφή να βαδίζει ψηλόλιγνη, αλαφροπερπάτητη, με την καλύπτρα της αναριγμένη από το κεφάλι στους ώμους. Την αναγνώριζε, την ήξερε από παλιά, του την είχαν τραγουδήσει όταν ήταν μωρό κι ονειρευόταν στην κούνια. Ήταν η μάνα η μεγαλόψυχη στον πόνο και στην δόξα, η λαβωμένη της Τήνου, η υπέρμαχος Στρατηγός.


Γράμμα απο τη Μόροβα

Ο Τάσος Ρηγοπούλας, στρατευμένος στην Αλβανία το 1940, έστειλε από το μέτωπο το παρακάτω γράμμα στον αδελφό του.

«Αδελφέ μου Νίκο,

Σου γράφω από μια αετοφωλιά, τετρακόσια μέτρα ψηλότερη από την κορυφή της Πάρνηθας. Η φύση τριγύρω είναι πάλλευκη. Σκοπός μου όμως δεν είναι να σου περιγράψω τα θέλγητρα μιας χιονισμένης Μόροβας με όλο το άγριο μεγαλείο της. Σκοπός μου είναι να σου μεταδώσω αυτό που έζησα, που το είδα με τα μάτια μου και που φοβάμαι μήπως, ακούγοντας το από άλλους, δεν το πιστέψεις.

Λίγες στιγμές πριν ορμήσουμε για τα οχυρά της Μόροβας, είδαμε σε απόσταση καμιά δεκαριά μέτρων μια ψηλή μαυροφόρα να στέκει ακίνητη.

- Τις ει; Μιλιά...

Ο σκοπός θυμωμένος ξαναφώναξε:

- Τις ει;

Τότε, σαν να μας πέρασε όλους ηλεκτρικό ρεύμα, ψιθυρίσαμε: Η ΠΑΝΑΓΙΑ!

Εκείνη όρμησε εμπρός σαν να είχε φτερά αετού. Εμείς από πίσω της. Συνεχώς την αισθανόμασταν να μας μεταγγίζει αντρειοσύνη. Ολόκληρη εβδομάδα παλέψαμε σκληρά, για να καταλάβουμε τα οχυρά Ιβάν - Μόροβας.

Υπογραμμίζω πως η επίθεση μας πέτυχε τους Ιταλούς στην αλλαγή των μονάδων τους. Τα παλιά τμήματα είχαν τραβηχτεί πίσω και τα καινούργια... κοιμόνταν! Το τι έπαθαν δεν περιγράφεται. Εκείνη ορμούσε πάντα μπροστά. Κι όταν πια νικητές ροβολούσαμε προς την ανυπεράσπιστη Κορυτσά, τότε η Υπέρμαχος έγινε ατμός, νέφος απαλό και χάθηκε».


Θαύμα στο Μπούμπεση

Ζωντανό θαύμα της Παναγίας έζησαν στον ελληνοϊταλικό πόλεμο οι στρατιώτες του 51ου ανεξάρτητου τάγματος, με διοικητή τον ταγματάρχη Πετράκη, στην κορυφογραμμή του Ροντένη, δεξιά της θρυλικής Κλεισούρας.

Κάθε βράδυ, από τις 22-1-41 και έπειτα, στις 9.20 ακριβώς, το βαρύ ιταλικό πυροβολικό άρχιζε βολή εναντίον του τάγματος Πετράκη και του δρόμου, απ' όπου περνούσαν τα μεταγωγικά. Πέρασαν ημέρες και το κακό συνεχιζόταν, δημιουργώντας εκνευρισμό και απώλειες. Τολμηροί ανιχνευτές των εμπροσθοφυλακών και αεροπόροι εξαπολύθηκαν μέχρι βαθιά στις ιταλικές γραμμές, αλλά επέστρεψαν άπρακτοι. Δεν μπορούσαν να εντοπίσουν τα ιταλικά πυροβόλα, ίσως γιατί οι Ιταλοί κάθε βράδυ τα μετακινούσαν. Ήταν όμως απόλυτη ανάγκη να εντοπισθούν οι εχθρικές θέσεις. Ένα βράδυ του Φεβρουαρίου ακούστηκαν πάλι οι ομοβροντίες των ιταλικών κανονιών.

- Παναγία μου, φώναξε τότε ο ταγματάρχης εντελώς αυθόρμητα, βοήθησέ μας! Σώσε μας απ' αυτούς τους δαίμονες.

Αμέσως στο βάθος πρόβαλε ένα φωτεινό σύννεφο. Σιγά - σιγά σχημάτισε κάτι σαν φωτοστέφανο. Και κάτω απ' αυτό μερικά ασημένια συννεφάκια σχημάτισαν τη μορφή της Παναγίας, η οποία άρχισε να γέρνει προς τη γη και στάθηκε σ' ένα φαράγγι, ανάμεσα σε δύο υψώματα του Μπούμπεση. Το όραμα το είδαν όλοι στο τάγμα και ρίγησαν.

- Θαύμα! βροντοφώναξε ο ταγματάρχης.

- Θαύμα! Θαύμα! επανέλαβαν οι στρατιώτες και σταυροκοπήθηκαν.

Αμέσως έφυγε ένας σύνδεσμος με σημείωμα του Πετράκη για την πυροβολαρχία του Τζήμα. Σε δέκα λεπτά βρόντησαν τα ελληνικά κανόνια και σε είκοσι εσίγησαν τα ιταλικά. Οι οβίδες μας είχαν πετύχει απόλυτα τον στόχο.


Ο βλάσφημος ανθυπασπιστής

Ο Χρήστος Βέργος, επιστρατευμένος στον πόλεμο της Κορέας, διηγείται:

«Ήμουν ανθυπασπιστής στο τάγμα της Κορέας. Δεν πίστευα πουθενά, παρά μόνο στη δύναμη των Βαρέων όπλων που κατεύθυνα. Επί πλέον ήμουν αδιόρθωτα βλάσφημος. Όλες οι βλασφημίες μου συγκεντρώνονταν στην Παναγία. Όσοι με άκουγαν ανατρίχιαζαν. Οι φαντάροι μου έκαναν τον σταυρό τους, για να μην τους βρει κακό. Οι ανώτεροι μου διαρκώς με παρατηρούσαν και με τιμωρούσαν. "Ώσπου μια νύχτα έζησα ένα ολοφάνερο Θαύμα.

Ξημέρωνε η 7η "Απριλίου 1951. Με τη διμοιρία μου είχα καταλάβει μια πλαγιά σε ύψωμα κοντά στον 38ο παράλληλο. Μέχρι τα ξημερώματα έμεινα άγρυπνος στο όρυγμά μου μαζί με τον στρατιώτη Σταύρο Αδαμάκο. Όταν ρόδιζε η αυγή, οπότε δεν υπήρχε φόβος αιφνιδιασμού, αποκοιμήθηκα. Είδα τότε ένα όνειρο που με συνετάραξε:

Μία γυναίκα στα μαύρα ντυμένη, με αγνή ομορφιά και γλυκύτατη φωνή, με πλησιάζει και με ρωτά ακουμπώντας το χέρι στον ώμο μου:

- Θέλεις να βρίσκομαι κοντά σου Χρήστο; Ένοιωσα τότε μια βαθειά αγαλλίαση.

- Και ποια είσαι συ; τη ρώτησα.

Τότε εκείνη άλλαξε έκφραση και με παρατήρησε αυστηρά:

- Γιατί, Χρήστο, διαρκώς με βρίζεις;

- Πρώτη φορά σε βλέπω! διαμαρτυρήθηκα. Πώς είναι δυνατόν να βρίζω μια άγνωστη μου;
- Ναι, Χρήστο, επέμεινε εκείνη πιο αυστηρά. Με βρίζεις. Εγώ όμως είμαι πάντα κοντά σε σένα και σ' όλους τους στρατιώτες του τάγματος. Γιατί δεν πηγαίνετε στο Πουσάν, ν' ανάψετε κεριά στ' αδέλφια σας που έχουν ταφεί εκεί;

Μ' αυτή τη φράση ξύπνησα τρομαγμένος. Ο Σταύρος δίπλα μου με κοίταζε σαστισμένος.

- Κύριε ανθυπασπιστά, κάτι έχεις, μου είπε. Βογκούσες και παραμιλούσες στον ύπνο σου.

Του διηγήθηκα το όνειρό μου και καταλήξαμε πως ήταν αποτέλεσμα κοπώσεως και συζητήσεων γύρω από τους νεκρούς του Πουσάν.

Ενώ όμως λέγαμε αυτά, ξαναβλέπω τη γυναίκα του ονείρου μου μπροστά μου.

- Αδαμάκο! βάζω μια φωνή. Η γυναίκα... Αυτή... Να... τη βλέπεις;

Εκείνος προσπαθούσε να με καθησυχάσει, αλλά πού εγώ! Η μαυροφορεμένη γυναίκα με την αγνή ομορφιά και τη γλυκύτατη φωνή στάθηκε κοντά μου και μου είπε:

- Μη φοβάσαι... Μη φοβάσαι, παιδί μου. Είμαι η Παναγία. Σάς προστατεύω όλους παντού και πάντοτε. Αλλά θέλω από σένα να μη με βρίσεις ούτε στις δυσκολότερες στιγμές της ζωής σου.

Πέφτω αμέσως ταραγμένος να φιλήσω τα πόδια της. Εκείνη όμως είχε γίνει άφαντη. Έκλαψα τότε απ' τα βάθη της καρδιάς μου, ένα κλάμα ανακουφίσεως και χαράς, εγώ που δεν είχα κλάψει ποτέ στη ζωή μου».


Το αδέσποτο μουλάρι

Ο Ν. Ντραμουντιανός διηγείται μία θαυμαστή εμπειρία του από τον πόλεμο του '40:
«Ο λόχος μας πήρε διαταγή να καταλάβει ένα προχωρημένο ύψωμα νια προγεφύρωμα. Στήσαμε ταμπούρι μέσα στα βράχια. Μόλις κακοποιηθήκαμε, άρχισε να πέφτει πυκνό χιόνι. Έπεφτε αδιάκοπα δύο μερόνυχτα κι έφτασε σε πολλά μέρη τα δύο μέτρα. Αποκλειστήκαμε από την επιμελητεία. Καθένας είχε τροφές στο σακίδιο του για μία ημέρα. Από την πείνα και το κρύο δεν λάβαμε πρόνοια «δια την αύριον» και τις καταβροχθίσαμε.

Από κει και πέρα άρχισε το μαρτύριο. Τη δίψα μας τη σβήναμε με το χιόνι, αλλά η πείνα μας θέριζε. Περάσαμε έτσι πέντε μερόνυχτα. Σκελετωθήκαμε. Το ηθικό μας το διατηρούσαμε ακμαίο, αλλά η φύση έχει και τα όριά της. Μερικοί υπέκυψαν. Το ίδιο τέλος περιμέναμε όλοι «υπέρ πίστεως και πατρίδος».

Τότε μία έμπνευση του λοχαγού μας έκανε το θαύμα! Έβγαλε απ' τον κόρφο του μία χάρτινη εικόνα της Παναγίας, την έστησε στο ψήλωμα και μας κάλεσε γύρω του:

- Παλικάρια μου! είπε. Στην κρίσιμη αυτή περίσταση ένα θαύμα μόνο μπορεί να μας σώσει. Γονατίστε, παρακαλέστε την Παναγία, τη μητέρα του Θεανθρώπου, να μας βοηθήσει!

Πέσαμε στα γόνατα, υψώσαμε τα χέρια, παρακαλέσαμε θερμά. Δεν προλάβαμε να σηκωθούμε κι ακούσαμε κουδούνια. Παραξενευτήκαμε και πιάσαμε τα όπλα. Πήραμε θέση «επί σκοπόν».

Δεν πέρασε ένα λεπτό και βλέπουμε ένα πελώριο μουλάρι να πλησιάζει κατάφορτο. Ανασκιρτήσαμε! Ζώο χωρίς οδηγό να περνά το βουνό, μ' ένα μέτρο χιόνι - το λιγότερο - ήταν εντελώς αφύσικο. Καταλάβαμε: Το οδηγούσε η Κυρία Θεοτόκος. Την ευχαριστήσαμε όλοι μαζί ψάλλοντας σιγανά, μα ολόκαρδα, το «Τη υπερμάχω» και άλλους ύμνους της. Το ζώο είχε πάνω του μία ολόκληρη επιμελητεία από τρόφιμα: κουραμάνες, τυριά, κονσέρβες, κονιάκ και άλλα.

Πολλές κι απίστευτες κακουχίες πέρασα στον πόλεμο. Aλλ' αυτή μου μένει αξέχαστη, γιατί δεν είχε διέξοδο. Την έδωσε όμως η Παναγία».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου